φωτοβολίδα

φωτοβολίδα
[-ίς (-ίδος)] η
1) воен, осветительная ракета; 2) газовая горелка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φωτοβολίδα" в других словарях:

  • φωτοβολίδα — η, Ν 1. πυροτεχνική συσκευή προοριζόμενη για την εκπομπή πολύ λαμπρού φωτός και χρησιμοποιούμενη για σηματοδότηση ή για φωτισμό στη θάλασσα, σε σιδηροδρόμους και αυτοκινητοδρόμους και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις 2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου… …   Dictionary of Greek

  • φωτοβολίδα — η 1. είδος μικρού πυραύλου σηματοδότησης που εκτοξεύεται με ειδικό πιστόλι τη νύχτα, αλλά και την ημέρα, και χρησιμεύει για φωτισμό ορισμένης περιοχής ή ως σύνθημα. 2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου που πολλαπλασιάζει τη θερμαντική δύναμη της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • Αυλωνίτης, Βασίλης — (1904 1970). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στο έργο Ερωτικές γκάφες. Έπαιξε επίσης με τον θίασο Ζάχου Θάνου στο Κορίτσι της γειτονιάς και σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το νούμερο Εσπεράντο στην… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυμιάδη, Νένη — (Αθήνα 1946 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Ανήκει στη γενιά των πεζογράφων της δεκαετίας του 1970.… …   Dictionary of Greek

  • καταυγάζω — καταύγασα, καταυγάστηκα, καταυγασμένος, καταφωτίζω: Η φωτοβολίδα καταύγασε όλη την περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»